- σκουλήκι
- το / σκουλήκιν, ΝΜζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ.β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.)νεοελλ.1. ζωολ. α) γενική κοινή ονομασία για καθένα από τα μέλη πολλών φύλων ασπονδύλων, όπως είναι οι πλατυέλμινθες, οι ασχέλμινθες, οι νημερτίνοι, οι δακτυλιοσκώληκες, τα σιπουντιουλοειδή, τα εχιουροειδή, τα πωγωνοφόρα και οι γατόγναθοι, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων είναι το επίμηκες σωληνόμορφο, συνήθως, κυλινδρικό, αλλά ορισμένες φορές και πεπλατυσμένο ή φυλλοειδές σώμα, που, ως επί το πλείστον, στερείται εξαρτημάτωνβ) (καταχρ.) καθένα από τα χειλόποδα, και τα διπλόποδαγ) η προνύμφη, η κάμπια τών εντόμωνδ) το σπονδυλόζωο άποδη σαύρα2. ο μεταξοσκώληκας3. μτφ. α) άτομο που ζει άθλια ζωή, χαμερπής, τιποτένιος, σιχαμερός (α. «μικροί και τιποτένιοι... που σα σκουλήκια σέρνονται στη γης», Αρτ. Βατοπ.β. «σαν το σκουλήκι κάθε φτέρνα όπου μάς έβρει μάς πατεί», Βάρν.)β) έμμονη ιδέα, σκέψη ή κακό συναίσθημα που βασανίζει κάποιον (α. «η λύπη, το σκουλήκι που τρώει την ομορφάδα», Σαίξπηρ, μετφρ. Θεοτόκ.β. «σκουλήκι κρυφό, τής πατρίδας ο αθάνατος πόθος», Εφταλ.)4. φρ. α) «είναι σκουλήκι τής γης» — είναι πολύ φιλόπονοςβ) «μέ τρώει το σκουλήκι» ή «μού μπήκαν τα σκουλήκια»i) έχω προσβληθεί από ασθένειαii) κατατρύχομαι από υποψίες, ανησυχίες, τύψεις συνειδήσεως5. παροιμ. «το σκουλήκι στην πικροδάφνη χαίρεται» — λέγεται για εκείνους που έχουν ανόητες έξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκουλήκιν < αρχ. σκωλήκιον, υποκορ. τού σκώληξ, -ηκος με κώφωση τού -ω- σε -ου-, πρβ. κώδων: κουδούνι].
Dictionary of Greek. 2013.